- μαγειρευτικός
μαγειρευτικός, = μαγειρικός, Rhett. VI p. 52, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγειρευτικός, = μαγειρικός, Rhett. VI p. 52, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγειρευτικός — μαγειρευτικός, ή, όν (Α) [μαγειρεύω] μαγειρικός … Dictionary of Greek
μαγειρευτική — μαγειρευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)