δικαϊκός (Eust. δικαιϊκός), = δίκαιος, M. Anton. 5, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαικόν — δικαικός inclined to justice masc acc sg δικαικός inclined to justice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαικῇ — δικαικός inclined to justice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)