- δεινωτικός
δεινωτικός, zum Uebertreiben geneigt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινωτικός, zum Uebertreiben geneigt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινωτικός — δεινωτικός, ή, όν (Α) [δείνωσις] αυτός που χρησιμοποιεί δείνωση, που μεγαλοποιεί τα πράγματα … Dictionary of Greek
δεινωτικάς — δεινωτικά̱ς , δεινωτικός pertaining to fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)