- δι-εμ-φύομαι
δι-εμ-φύομαι, darin entstehen, Procl. ad Hes. O. 412. δι-εν-ειλέω, ganz ein-, verwickeln, Luc. Philopatr. 1. δι-εν-είργω, ganz einschließen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εμ-φύομαι, darin entstehen, Procl. ad Hes. O. 412. δι-εν-ειλέω, ganz ein-, verwickeln, Luc. Philopatr. 1. δι-εν-είργω, ganz einschließen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύομαι — βλ. πίν. 6 (μόνο στον ενεστ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φύομαι — ΝΜΑ βλ. φύω … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
ПРИРОДА — 1) в широком смысле всё сущее, весь мир в многообразии его форм; понятие П. в этом значении стоит в одном ряду с понятиями материи, универсума, Вселенной. 2) В более узком смысле объект науки, а точнее совокупный объект естествознания… … Философская энциклопедия
ПРИРОДА — ПРИРОДА (греч. φύσις, лат. natura), одно из центральных понятий античной философской мысли, обладающее широким спектром значений. Греч, существительное φύσις происходит от глагола φύω («выращивать», «рождать», «производить на свет», med.… … Античная философия
συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν … Dictionary of Greek
υπερφύομαι — Α [φύω, φύομαι] 1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ. β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.) 2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.) 3. (κατὰ τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
φυτός — ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια 3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ … Dictionary of Greek
быть — укр. бути, ст. слав. быти, сербохорв. би̏ти, словен. biti, . чеш. byti, польск. byc, в. луж. byc, н. луж. bys. Родственно лит. būti быть , др. инд. bhūtiṣ, bhūtiṣ, бытие, хорошее состояние, преуспевание , ирл. buith бытие , далее, др. инд.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγχίφυτος — ἀγχίφυτος, ον (Α) λέγεται για το φυτό που είναι φυτεμένο κοντά σε ένα άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + φύομαι] … Dictionary of Greek
ακροφυής — ἀκροφυής, ὲς (AM) μσν. αυτός που έχει ευγενική καταγωγή ή ανατροφή αρχ. αυτός που φύτρωσε στην άκρη του κλαδιού ἀκροφυῶς επίρρ. μσν. τελείως, χωρίς καμιά έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + φυὴς < φύος, το ή φυὴ < φύομαι, φύω] … Dictionary of Greek