- δι-εμ-φανίζω
δι-εμ-φανίζω, dasselbe, Aristaenet. 2, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εμ-φανίζω, dasselbe, Aristaenet. 2, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φανίζω — Α πιθ. δημοσιεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν τού φαίνω*, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
'φανίζω — ἀφανίζω , ἀφανίζω make unseen pres subj act 1st sg ἀφανίζω , ἀφανίζω make unseen pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] … Dictionary of Greek
FENESTRA — ex Graeco φαινίςτρα, quod a verbo φανίζω; antiquis Fenestra et Festra, ex Graeco φαίςτρα itidem, quod a φαιςτὸς, perspicuus, lucidus: illuminandae domui inservit. Quo fine decorabantur olim ex speculari lapide, aut vitro in tenues laminas fuso,… … Hofmann J. Lexicon universale
φανιστής — ο, Ν [φανίζω] 1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής 2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα … Dictionary of Greek
διαφανισθῇ — διά ἀφανίζω make unseen aor subj pass 3rd sg διά φανίζω aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανισθείσης — παρά ἀφανίζω make unseen aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) παρά φανίζω aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανισθήσεται — παρά ἀφανίζω make unseen fut ind pass 3rd sg παρά φανίζω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανίζειν — παρά ἀφανίζω make unseen pres inf act (attic epic) παρά φανίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανίζωμεν — παρά ἀφανίζω make unseen pres subj act 1st pl παρά φανίζω pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφανισθέντες — ἀπό φανίζω aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)