- δι-κόλλυβον
δι-κόλλυβον, τό, eine Münze, = 2 κόλλυβοι, nach Bergk's Em. Ar. bei Poll. 9, 63; s. τρικόλλυβον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-κόλλυβον, τό, eine Münze, = 2 κόλλυβοι, nach Bergk's Em. Ar. bei Poll. 9, 63; s. τρικόλλυβον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόλλυβον — small coin neut nom/voc/acc sg κόλλυβος small coin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλύβοις — κόλλυβον small coin neut dat pl κόλλυβος small coin masc dat pl κόλλυβος small coin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλύβου — κόλλυβον small coin neut gen sg κόλλυβος small coin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλύβων — κόλλυβον small coin neut gen pl κόλλυβος small coin masc gen pl κόλλυβος small coin neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλυβα — κόλλυβον small coin neut nom/voc/acc pl κόλλυβος small coin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
коливо — поминальная кутья , укр. коливо цслав. коливо κολλυβον болг. коливо, сербохорв. ко̏љиво. Из греч. κόλλυβον ? то же. см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 244. Гр. сл. эт. 92; Бернекер 1, 547 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κόλλυβο — το (AM κόλλυβον) στον πληθ. τα κόλλυβα βρασμένο σιτάρι, ανάμικτο με ζάχαρη, σταφίδες, αλεύρι, ρόδι και άλλα αρτύματα, το οποίο, σύμφωνα με τη χριστιανική συνήθεια, φέρεται στην εκκλησία κατά την τέλεση μνημοσύνου αρχ. 1. νόμισμα μικρής αξίας,… … Dictionary of Greek
κόλλυβος — ο (Α κόλλυβος) 1. νόμισμα μικρής αξίας 2. το κέρδος τού κολλυβιστή το οποίο προέρχεται από ανταλλαγή νομίσματος αρχ. μικρό βάρος χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σημιτικό δάνειο, πρβλ. εβρ. hālap «συναλλαγή», hlp «ανταλλάσσω». Ο παράλληλος τ.… … Dictionary of Greek
ДОБРОТОЛЮБИЕ — Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. [греч. Θιλοκαλία],… … Православная энциклопедия