δι-κόλουρος

δι-κόλουρος

δι-κόλουρος, doppelt abgestumpft; πυραμίς Nicom. arith. 2, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόλουρος — dock tailed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… …   Dictionary of Greek

  • κόλουρος, -η — ο 1. αυτός που έχει κομμένη την ουρά, κοψονούρης. 2. στη γεωμετρία, «κόλουρος κώνος», ο κώνος από τον οποίο έχει αποκοπεί η κορυφή του με επίπεδο παράλληλο προς τη βάση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλουρον — κόλουρος dock tailed masc/fem acc sg κόλουρος dock tailed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούροις — κόλουρος dock tailed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούρου — κόλουρος dock tailed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούρους — κόλουρος dock tailed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούρων — κόλουρος dock tailed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολούρῳ — κόλουρος dock tailed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλουρα — κόλουρος dock tailed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλουρις — κόλουρος dock tailed fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”