- δι-ετηρίς
δι-ετηρίς, ίδος, ἡ, Zeit von zwei Jahren, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ετηρίς, ίδος, ἡ, Zeit von zwei Jahren, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετηρίς — ἐτηρίς, ἡ (Α) [έτος] σύνολο ή περίοδος ετών … Dictionary of Greek
ἐτηρίς — term of years fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτηρίδι — ἐτηρίς term of years fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτηρίδος — ἐτηρίς term of years fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτηρίδων — ἐτηρίς term of years fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκταετηρίδα — η (Α ὀκταετηρίς και ὀκτωετηρίς, ίδος) χρονικό διάστημα που απαρτίζεται από οκτώ χρόνια, οκταετία νεοελλ. η όγδοη επέτειος αρχ. αστρον. ημερολογιακό σύστημα που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα από τον 6ο π.Χ. αιώνα και κατά το οποίο… … Dictionary of Greek
οκτωκαιδεκαετηρίς — ὀκτωκαιδεκαετηρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) χρονική περίοδος δεκαοκτώ ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεχα «δεκαοκτώ» + ετηρίς (< ἐτήρ), πρβλ. οκτα ετηρίς] … Dictionary of Greek
πενταετηρίδα — η / πενταετηρίς, ίδος και πεντετηρίς και αιολ. τ. πεμπέτηρις, Α 1. χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, η πενταετία 2. η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος 3. η γιορτή που γίνεται με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης πέντε χρόνων αρχ. ως επίθ. αυτός… … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαετηρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ (ως ουσ. και ως επίθ.) χρονική περίοδος δεκαπέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. πεντα ετηρίς] … Dictionary of Greek
πεντηκονταετηρίδα — η / πεντηκονταετηρίς, ίδος, ΝΜΑ χρονική περίοδος πενήντα συνεχών ετών, πεντηκονταετία νεοελλ. η πεντηκοστή επέτειος κάποιου σημαντικού γεγονότος καθώς και η γιορτή που γίνεται για την επέτειο αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ετηρίς (< έτηρος… … Dictionary of Greek
χιλιετηρίδα — η / χιλιετηρίς, ίδος, ΝΜΑ, και χιλιοετηρίς Μ περίοδος χιλίων ετών, χιλιετία νεοελλ. η χιλιοστή επέτειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. πεντα ετηρίς/ ίδα] … Dictionary of Greek