- δικταμνίτης
δικταμνίτης οἶνος, mit Diktamnum abgezogener Wein, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικταμνίτης οἶνος, mit Diktamnum abgezogener Wein, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικταμνίτης — δικταμνίτης, ο (Α) οίνος αρωματισμένος με δίκταμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκταμνον + (παραγ. κατάλ.) ίτης*] … Dictionary of Greek