δι-ιτικός

δι-ιτικός

δι-ιτικός, ή. όν, durchdringlich, v. l. für διικτικός, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ίτικος — κατάλ. επιθέτων τής Νέας Ελληνικής η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. ίτης με την κατάλ. ικός και δηλώνει καταγωγή, προέλευση και, γενικά, αυτό που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνο που σημαίνει το αντίστοιχο όν. σε ίτης (πρβλ. ανατολ… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιτικός — μαλλιτικός, ή, όν (Μ) μάλλινος, κατασκευασμένος από μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + κατάλ. ιτικός (πρβλ. θιασ ιτικός, χωρ ιτικός)] …   Dictionary of Greek

  • πολυκαιρίτικος — η, ο, Ν αυτός που υπάρχει από πολύ καιρό, μπαγιάτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύκαιρος + κατάλ. ίτικος (πρβλ. μεγαρ ίτικος)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκαιρίτικος — η, ο, Ν (για καρπούς και λαχανικά) πρώιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + καιρός + κατάλ. ίτικος (πρβλ. ανατολ ίτικος)] …   Dictionary of Greek

  • ριζίτικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις ρίζες, στις καταβολές 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ριζίτικα (ενν. τραγούδια) τραγούδια τού τραπεζιού στη δυτική Κρήτη, που τραγουδιούνται από άντρες χωρίς τη συνοδεία οργάνων και τών οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • χαμαλίτικος — η, ο, Ν χαμάλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμάλης + κατάλ. ίτικος (πρβλ. ανατολ ίτικος)] …   Dictionary of Greek

  • χεττιτικός — και χιττιτικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Χετταίους («χεττιτικός πολιτισμός») 2. «χεττιτική γλώσσα» γλωσσ. αρχαία γλώσσα τής ανατολικής ομάδας τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, η γλώσσα τών Χετταίων, μνημεία τής οποίας, οι… …   Dictionary of Greek

  • χιλιοχρονίτικος — η, ο, Ν χιλιόχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόχρονος + κατάλ. ίτικος (πρβλ. εφταμην ίτικος)] …   Dictionary of Greek

  • -ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… …   Dictionary of Greek

  • αγορίτικος — η, ο ο αγορίστικος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγόρι + παραγ. κατάληξη –ίτικος] …   Dictionary of Greek

  • αλληλογίτικος — η, ο άλλης λογής, άλλου είδους, διαφορετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «άλλης λογής» + παραγ., κατάλ. ίτικος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”