δεκτικός

δεκτικός

δεκτικός, zur Aufnahme geeignet, aufnehmend, τινός Arist. Pol. 4, 4 u. öfter; Plat. Defin. 415 a; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεκτικός — fit for receiving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτικός — ή, ό (AM δεκτικός, ή, όν) 1. αυτός που είναι κατάλληλος να δεχθεί, να λάβει ή να χωρέσει κάτι («το πλοίο δεν είναι δεκτικό μεγάλου φορτίου») 2. ο επιδεκτικός, όποιος παρουσιάζει κλίση, ικανότητες ή εχέγγυα για κάτι («δεκτικός εξελίξεως»,… …   Dictionary of Greek

  • δεκτικός — ή, ό αυτός που μπορεί να δεχτεί κάτι, να πράξει κάτι, δεν αποκλείει και δεν απορρίπτει: Είναι ένα παιδί πολύ δεκτικό στη μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκτικά — δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc pl δεκτικά̱ , δεκτικός fit for receiving fem nom/voc/acc dual δεκτικά̱ , δεκτικός fit for receiving fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτικώτερον — δεκτικός fit for receiving adverbial comp δεκτικός fit for receiving masc acc comp sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτικῶν — δεκτικός fit for receiving fem gen pl δεκτικός fit for receiving masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτικόν — δεκτικός fit for receiving masc acc sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτικώτατον — δεκτικός fit for receiving masc acc superl sg δεκτικός fit for receiving neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτικαῖς — δεκτικός fit for receiving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτικαί — δεκτικός fit for receiving fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκτικοῖς — δεκτικός fit for receiving masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”