- δικτάτωρ
δικτάτωρ, ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικτάτωρ, ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικτάτωρ — δικτά̱τωρ , δικτάτωρ dictator masc nom sg δικτά̱τωρ , δικτάτωρ dictator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτάτωρ — ο βλ. δικτάτορας … Dictionary of Greek
δικτάτορας — και δικτάτωρ, ο (AM δικτάτωρ, ωρος και ορος) νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες 2. όποιος διοικεί μια υπηρεσία ή έναν κλάδο με αυξημένες εξουσίες 3. εκείνος ο οποίος ενεργεί κατά την κρίση του… … Dictionary of Greek
диктаторъ — ДИКТАТОР|Ъ (1*), А с. δικτάτωρ Диктатор, единовластный правитель: По сихъ же цр(с)твова Иѹлии ц(с)рь ·а҃ ѥ и ѥдинъ ѡблада Ромьскыми скипетры съ многою гордынею и бѹѥстью. тѣмь и диктаторъ нарицаше(с), ѥже ѥсть сказаѥмо ѥдиновластець. (δικτάτωρ)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
-άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… … Dictionary of Greek
δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… … Dictionary of Greek
δικτατορεύω — (AM δικτατορεύω) [δικτάτωρ] είμαι ή γίνομαι δικτάτορας, ασκώ δικτατορική εξουσία … Dictionary of Greek
Βελέντζας, Γιώργος — (Αθήνα 1927 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών και από πολύ νωρίς το σοβαρό παρουσιαστικό του τον έκανε να υποδυθεί ρόλους αστυνόμων, δικαστών και γενικώς τύπων της ελληνικής κοινωνίας. Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά… … Dictionary of Greek
Γλυκοφρύδης, Πάνος — (Αθήνα 1930 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στη Σχολή Σταυράκου και στον κινηματογράφο ξεκίνησε ως βοηθός του Γρηγόρη Γρηγορίου. Ασχολήθηκε με την τηλεόραση και το θέατρο. Κορυφαίο έργο του θεωρείται η ταινία Με τη λάμψη στα μάτια… … Dictionary of Greek
Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε … Dictionary of Greek