- δειραῖος
δειραῖος, felsig, ἄκρα Lycophr. 994.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειραῖος, felsig, ἄκρα Lycophr. 994.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειραίος — δειραῑος, α, ον (Α) [δειράς] απόκρημνος, βραχώδης … Dictionary of Greek
δείραιον — δειραῖος hilly masc acc sg δειραῖος hilly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειραίαν — δειραίᾱν , δειραῖος hilly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)