δι-κραής

δι-κραής

δι-κραής, ές, nach Suid. u. Eust. = δικέφαλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… …   Dictionary of Greek

  • ισοκραής — ἰσοκραής, ές και ίσοκράς, ό, ἡ (Α) (πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) εξίσου αναμεμιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραής < θ. κρᾱτον κεράννυμι* (πρβλ. ευ κραής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”