- δειπνητήριον
δειπνητήριον, τό, Speisesaal, Plut. Lucull. 41 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνητήριον, τό, Speisesaal, Plut. Lucull. 41 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνητήριον — δειπνητήριον, το (AM) [δειπνητής] η αίθουσα τού δείπνου … Dictionary of Greek
δειπνητήριον — dining room neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνητηρίῳ — δειπνητήριον dining room neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνητήρια — δειπνητήριον dining room neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вечерѧ — ВЕЧЕР|Ѧ (98), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Вечерний прием пищи, ужин: призъвавъ же келарѩ гл҃а ѥмоу. да приготовиши на вечерю брашьна на ˫адь кънѩзю. ЖФП XII, 53г; ныне въ критѣ на вечери прѣсто˫алъ ѥсмь кнѩзоу срачиньскомоу. ЧудН XII, 71б; ˫Ако не подобаѥть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)