- δειπνητικός
δειπνητικός, zur Mahlzeit gehörig, ἐπιστολαί Ath. IV, 128 a; zum Essen geneigt, Anaxipp. Ath. IX, 404 d (V. 36). – Adv., Ar. Ach. 1015.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνητικός, zur Mahlzeit gehörig, ἐπιστολαί Ath. IV, 128 a; zum Essen geneigt, Anaxipp. Ath. IX, 404 d (V. 36). – Adv., Ar. Ach. 1015.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνητικός — δειπνητικός, ή, όν (Α) [δειπνητής] Ι. 1. ο φιλόδειπνος, αυτός που τού αρέσει να συμμετέχει σε δείπνα 2. φρ. «δειπνητικαὶ ἐπιστολαί» επιστολές με θέμα τη μαγειρική II. επίρρ. δειπνητικῶς σαν μάγειρας, με τη δεξιοτεχνία τού μάγειρα … Dictionary of Greek
δειπνητικός — fond of dinner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνητικαί — δειπνητικός fond of dinner fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνητικῶς — δειπνητικός fond of dinner adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)