- δειπνητής
δειπνητής, ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνητής, ὁ, der Speisende, Gast, Pol. 3, 57, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνητής — δειπνητής, ο (Α) [δειπνώ] 1. αυτός που παραθέτει δείπνο 2. ο καλεσμένος σε δείπνο … Dictionary of Greek
δειπνητής — diner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνητῶν — δειπνητής diner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
δειπνητήριον — δειπνητήριον, το (AM) [δειπνητής] η αίθουσα τού δείπνου … Dictionary of Greek
δειπνητικός — δειπνητικός, ή, όν (Α) [δειπνητής] Ι. 1. ο φιλόδειπνος, αυτός που τού αρέσει να συμμετέχει σε δείπνα 2. φρ. «δειπνητικαὶ ἐπιστολαί» επιστολές με θέμα τη μαγειρική II. επίρρ. δειπνητικῶς σαν μάγειρας, με τη δεξιοτεχνία τού μάγειρα … Dictionary of Greek