μαινόλης

μαινόλης

μαινόλης, , rasend, verzückt, begeistert, so hieß Bacchus selbst nach Clem. Al. protrept. 11 u. Plut. de coh. ira 13; ϑυμός, Sapph. 1; auch οἶνος, begeisternd od. rasend machend, Sp S. d. folgdn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαινόλης — και μαινόλας, ὁ, θηλ. μαινόλις (Α) 1. τρελός, παράφρων («μαινόλα θυμῷ», Σαπφ.) 2. (για τον οίνο) αυτός που κάνει κάποιον μανιώδη 3. επίκληση τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + επίθημα όλης (πρβλ. αρμ. οl), πρβλ. κοι όλης, φαινόλης] …   Dictionary of Greek

  • μαινόλης — raving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινόλαι — μαινόλης raving masc nom/voc pl μαινόλᾱͅ , μαινόλης raving masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινόλην — μαινόλης raving masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινόλου — μαινόλης raving masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινόλῃ — μαινόλης raving masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινόλα — μαινόλᾱ , μαινόλης raving masc nom/voc/acc dual μαινόλης raving masc voc sg μαινόλᾱ , μαινόλης raving masc gen sg (doric aeolic) μαινόλης raving masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινόλας — μαινόλᾱς , μαινόλης raving masc acc pl μαινόλᾱς , μαινόλης raving masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαινόλᾳ — μαινόλαι , μαινόλης raving masc nom/voc pl μαινόλᾱͅ , μαινόλης raving masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MAENOLIUS — Bacchi coglnomen, in Epigram. quasi totum furentem dicas. Μαινόλης apud Plut. περὶ ἀοργησίας, Cuius sacra quâ ratione peragi consueverint, docet Clemens Protreptico, ubi de Bacchanalibus, Διόνυσον, inquit, Μαινόλην ὀργιάζουσι Βάκχοι, ὠμοφαγίᾳ τὴν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”