δι-αύγεια

δι-αύγεια

δι-αύγεια, 1) = διαυγασμός, Themist. – 2) eine Oeffnung, durch welche das Licht fällt, D. Sic. 17, 82.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αὐγείᾳ — Αὐγείᾱͅ , Αὐγείας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔγεια — αὔγειον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐγείας — Αὐγείᾱς , Αὐγείας masc acc pl Αὐγείᾱς , Αὐγείας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐγειάς — Αὐγειά̱ς , Αὐγειαί fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐγείαν — Αὐγείᾱν , Αὐγείας masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐγείαο — Αὐγείᾱο , Αὐγείας masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταύγεια — καταύγεια, ἡ (Α) καταυγασμός*, φωτισμός, λαμπρότητα, το καθαρό ή λαμπρό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αύγεια (< αυγής < *αὖγος, το < αὐγή), πρβλ. αντ αύγεια, δι αύγεια] …   Dictionary of Greek

  • οξυαύγεια — ὀξυαύγεια, ἡ (Α) εκθαμβωτικό φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + αύγεια (< αυγής < αὐγή), πρβλ. δι αύγεια] …   Dictionary of Greek

  • συναύγεια — ἡ, Α 1. ο συναυγασμός* 2. (ιδίως στην πλατων, φιλοσ.) η συνάντηση τών οπτικών ακτίνων τού οφθαλμού με τις ακτίνες τού φωτός που εκπέμπει το ορώμενο αντικείμενο, από την οποία παράγεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αύγεια (< αυγής < αὐγή),… …   Dictionary of Greek

  • Αμαρυγκεύς — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αλέκτορα και της Διογένειας, σύμφωνα με τον Ευστάθιο, ή γιος του Θεσσαλού Πυττία, σύμφωνα με τον Παυσανία. Από άλλους αναφέρεται ως γιος του Ονησιμάχου από τις Μυκήνες, ο οποίος πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με 19… …   Dictionary of Greek

  • Αυγειαί — Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Λακωνικής, κοντά στο Γύθειο και στη λίμνη του Ποσειδώνα, όπου κατά την παράδοση πέθαινε όποιος ψάρευε στα νερά της. Ονομάστηκε έτσι από τη νύμφη Αυγεία. 2. Πόλη της Λοκρίδας, που ονομάστηκε από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”