- δερμάτιον
δερμάτιον, τό, dim. von δέρμα, Plat. Eryx. 400 a; Poll. 1, 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δερμάτιον, τό, dim. von δέρμα, Plat. Eryx. 400 a; Poll. 1, 147.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δερμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτιον — το βλ. δερμάτι … Dictionary of Greek
δερματίοις — δερμάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίου — δερμάτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίων — δερμάτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματίῳ — δερμάτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτια — δερμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερμάτι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ., 67 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται 30 χλμ. ΝΔ του Καρπενησίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ποταμιάς. * * * το (AM δερμάτιον) νεοελλ. 1. δέρμα ζώου, το τομάρι («είχεν κι απάνω στ άρματα βαλμένο να δερμάτι»,… … Dictionary of Greek