- μακρ-αίων
μακρ-αίων, ωνος, ὁ, lange lebend, lange dauernd; βίος, Aesch. frg. 264; Soph. O. R. 518; Plat. Epin. 982 a; νύμφη, Ap. Rh. 2, 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρ-αίων, ωνος, ὁ, lange lebend, lange dauernd; βίος, Aesch. frg. 264; Soph. O. R. 518; Plat. Epin. 982 a; νύμφη, Ap. Rh. 2, 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τραγικού ποιητή Αισχύλου (5ος αι. π.Χ.). Αναφέρεται επίσης με τα ονόματα Ευβίων, Ευθίων και Βίων. 2. Μαθητής του Πλάτωνα από τη Λάμψακο (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ο Ε. θέλησε να γίνει τύραννος στην… … Dictionary of Greek
μακραίων — ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, ωνος) 1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + … Dictionary of Greek