δερμάτινος

δερμάτινος

δερμάτινος, ledern; Homer zweimal, Odyss. 8, 53. 4, 782 ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν;Her. 7, 79 ἀσπίδας δερματίνας, Plat. Eryx. 400 e σίσυραν δερματίνην.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δερμάτινος — of skin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερμάτινος — η, ο (AM δερμάτινος, η, ον) κατασκευασμένος από δέρμα, πέτσινος («παπούτσια δερμάτινα», «δερμάτινη ζώνη», «ἀσπίδας δερματίνας») …   Dictionary of Greek

  • δερμάτινος — η, ο αυτός που είναι φτιαγμένος από δέρμα: Τα δερμάτινα ρούχα είναι πολύ ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δερματίνων — δερμάτινος of skin fem gen pl δερμάτινος of skin masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερμάτινον — δερμάτινος of skin masc acc sg δερμάτινος of skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίναις — δερμάτινος of skin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνη — δερμάτινος of skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνην — δερμάτινος of skin fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνης — δερμάτινος of skin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνοις — δερμάτινος of skin masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερματίνοισι — δερμάτινος of skin masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”