- μακρό-πυλος
μακρό-πυλος, mit langen, hohen Thoren, Schol. Od. 10, 82 u. Eust. Erkl. von τηλέπυλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-πυλος, mit langen, hohen Thoren, Schol. Od. 10, 82 u. Eust. Erkl. von τηλέπυλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκόπυλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.) 2. (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί πυλος, μακρό πυλος] … Dictionary of Greek