- μακρό-πεπλος
μακρό-πεπλος, mit langem Oberkleide, Gewande, Eust. 682, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-πεπλος, mit langem Oberkleide, Gewande, Eust. 682, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίπεπλος — ο, η (AM καλλίπεπλος, ὁ, ἡ) αυτή που φορά ωραία πέπλα αρχ. αυτή που φορά ωραία ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέπλος (< πέπλον), πρβλ. αγλαό πεπλος, μακρό πεπλος] … Dictionary of Greek