μακρό-πτερος

μακρό-πτερος

μακρό-πτερος, langflügelig, Arist. part. an. 1, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολόπτερος — η, ο (Α ὁλόπτερος, ον) 1. (για έντομα) αυτός που έχει ολόκληρα φτερά, όπως οι μέλισσες, οι σφήκες, σε αντιδιαστολή προς τα σχιζόπτερα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολόπτερα τα έντομα που έχουν ακέραια, ολόκληρα, αδιαίρετα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”