δαφνιτης

δαφνιτης

δαφνιτης, , 1) vom Lorbeerbaum, οἶνος Geopon. – 2) mit Lorbeer bekränzt, Beiname des Apollo bei den Syrakusanern, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαφνίτης — ο (Α δαφνίτης) [δάφνη] νεοελλ. 1. λίθος μέσα στη μάζα τού οποίου διαγράφονται σχήματα όμοια με φύλλα δάφνης 2. ποικιλία τού χλωρίτη αρχ. 1. (επίθετο τού Απόλλωνος) στεφανωμένος με δάφνη 2. φρ. «δαφνίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με δάφνη …   Dictionary of Greek

  • δαφνίτης — δαφνί̱της , δαφνίτης laureate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνῖται — δαφνίτης laureate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνίτας — δαφνί̱τᾱς , δαφνίτης laureate masc acc pl δαφνί̱τᾱς , δαφνίτης laureate masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”