- δαφνό-κομος
δαφνό-κομος, mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαφνό-κομος, mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρηδεμνόκομος — κρηδεμνόκομος, ον (Α) αυτός που φορά κρήδεμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήδεμνον + κομος (< κόμη), πρβλ. δαφνό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek