δαφνιακός

δαφνιακός

δαφνιακός, lorbeerartig; τὰ Δαφνιακά, ein Buch Epigramme, Agath. 34 (VI, 80).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαφνιακός — δαφνιακός, ή, όν (Μ) φρ. δαφνιακά και «δαφνιακαὶ βίβλοι» ονομασία ποιητικού βιβλίου τού Αγαθίου …   Dictionary of Greek

  • δαφνιακά — δαφνιακός belonging to a bay neut nom/voc/acc pl δαφνιακά̱ , δαφνιακός belonging to a bay fem nom/voc/acc dual δαφνιακά̱ , δαφνιακός belonging to a bay fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνιακῶν — δαφνιακός belonging to a bay fem gen pl δαφνιακός belonging to a bay masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”