- δασύ-κνημος
δασύ-κνημος, mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασύ-κνημος, mit dichtbehaarten Schenkeln, Πάν Agath. 29 (VI, 32); Σείληνες Nonn. D. 13, 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύκνημος — ον, ΜΑ κατανυκνήμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + κνημος (< κνήμη), πρβλ. δασυ κνημος. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek
λεπτόκνημος — η, ο (Α λεπτόκνημος, ον) αυτός που έχει λεπτές, ισχνές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. δασύ μνημος, παχύ κνημος] … Dictionary of Greek