δασύ-μαλλος

δασύ-μαλλος

δασύ-μαλλος, dichtwollig, ὄιες Od. 9, 425, ἅπαξ εἰρημέν; αἰγίς Eur. Cycl. 360.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρόμαλλος — μακρόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει μακρύ ή πυκνό μαλλί, μακρομάλλης, μαλλιαρός, δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + μαλλός «τρίχωμα, μαλλιά» (πρβλ. βαθύ μαλλος, δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόμαλλος — μονόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαλλός (πρβλ. βαθυ μαλλος, δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

  • πηγεσίμαλλος — ον, Α (για αρνί) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγνυμι*, με παρέκταση εσι κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος για μετρικούς λόγους + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] …   Dictionary of Greek

  • πηγόμαλλος — ον, Μ πηγεσίμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγός + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. δασύ μαλλος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόμαλλος — η, ο / χρυσόμαλλος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει χρυσό μαλλί, χρυσό τρίχωμα (α. «το χρυσόμαλλο δέρας» β. «τὸ χρυσόμαλλον ἀρνός», Ευρ.) αρχ. φρ. «πρόβατον χρυσόμαλλον» μτφ. άνθρωπος πλούσιος αλλά ανόητος (Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + …   Dictionary of Greek

  • ετερόμαλλος — ἑτερόμαλλος, ον και ἑτερομαλλής, ές (Α) με μαλλί στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾱν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + μαλλός, πρβλ. δασύ μαλλος] …   Dictionary of Greek

  • πολύμαλλος — ον, Α (για αρνί) αυτός που έχει άφθονο, πυκνό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαλλός «τρίχωμα προβάτου, μαλλί» (πρβλ. δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόμαλλος — η, ο / πορφυρόμαλλος, ον, ΜΑ (νεολλ.) αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, κοκκινομάλλης φρ. «πορφυρόμαλλον δέρας» ειρων. προβιά με πορφυρό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρός + μαλλός (πρβλ. δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

  • τριχόμαλλος — ον, Α δασύτριχος, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + μαλλός «τρίχωμα, μαλλί» (πρβλ. δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

  • φωτόμαλλος — ον, Μ αυτός που έχει ακτινοβόλο δέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + μαλλός (πρβλ. δασύ μαλλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”