- δασύ-κερκος
δασύ-κερκος, ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δασύ-κερκος, ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολοβόκερκος — κολοβόκερκος, ον (AM) αυτός που έχει κοινή ή κομμένη ουρά («καὶ μόσχον ἢ πρόβατον ὠτότμητον, ἢ κολοβόκερκον σφάγια ποιήσεις αὐτὰ σεαυτῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κέρκος «ουρά» (πρβλ. δασύ κερκος, μακρό κερκος)] … Dictionary of Greek