- μελί-φθογγος
μελί-φθογγος, dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-φθογγος, dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδύφθογγος — ἡδύφθογγος, ον (Α) αυτός που εκφέρει γλυκούς φθόγγους, γλυκύφθογγος, γλυκύφωνος. επίρρ... ἡδυφθόγγως (Μ) με ηδύφθογγο τρόπο, γλυκύφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φθόγγος (< φθόγγος < φθέγγομαι) πρβλ. μελί φθογγος, οξύ φθογγος] … Dictionary of Greek
θεόφθογγος — θεόφθογγος, ον (AM) αυτός που μιλάει θεϊκά, ο εμπνευσμένος («θεόφθογγοι λόγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. γλυκύ φθογγος, μελί φθογγος] … Dictionary of Greek
μελίφθογγος — η, ο (Α μελίφθογγος, ον) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλί φθογγος, λαθί φθογγος)] … Dictionary of Greek
πυρίφθογγος — ον, Α μτφ. αυτός που ξεστομίζει πύρινα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + φθογγος (< φθόγγος < φθέγγομαι), πρβλ. μελί φθογγος, υγρό φθογγος] … Dictionary of Greek
ταυρόφθογγος — ον, Α αυτός που μουγκρίζει σαν ταύρος («ταυρόφθογγοι μῑμοι» ήχοι ως μίμηση τού μυκηθμού τών ταύρων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. μελί φθογγος] … Dictionary of Greek