- μελί-φθεγκτος
μελί-φθεγκτος, honigsüß, angenehm tönend, Orac. Sib. 4, p. 485.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελί-φθεγκτος, honigsüß, angenehm tönend, Orac. Sib. 4, p. 485.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελίφθεγκτος — μελίφθεγκτος, ον (Α) μελίφθογγος, γλυκύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθεγκτός (< φθέγγομαι), πρβλ. θεό φθεγκτος] … Dictionary of Greek