μελί-χρως

μελί-χρως

μελί-χρως, ωτος, = μελίχροος, honigfarbig; κοῦρος, Diosc. 5 (XII, 170); χροῠς, Qu. Sm. 3, 224.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολυβδόχρους — ουν και οος, οο (ΑΜ μολυβδόχρους, ουν και οος, οον, Α και μολυβδόχρως, ωτος, ό, ή) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + χρους < χροος < χρώς, ωτός «χρώμα» (πρβλ. αργυρό χρους). Ο τ. μολυβδόχρως< μόλυβδος + χρως… …   Dictionary of Greek

  • θρυψίχρως — θρυψίχρως, οος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει υπερβολικά λεπτή και μαλακή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύψις + χρως (< χρως, χρωτός), πρβλ. αργό χρως, μελί χρως] …   Dictionary of Greek

  • μελίχρως — μελίχρως, ωτος, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χρώς, χρωτός (πρβλ. μολυβδό χρως, πυρί χρως)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”