- βιο-θρέμμων
βιο-θρέμμων, ον, Leben nährend, αἰϑὴρ β. πάντων Ar. Nub. 561; φῠλα Orph. H. 33, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιο-θρέμμων, ον, Leben nährend, αἰϑὴρ β. πάντων Ar. Nub. 561; φῠλα Orph. H. 33, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υδατοθρέμμων — ον, Α (για ψάρι) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + θρέμμων (< θ. θρέπ τού τρέφω, πρβλ. θρεπ τός + κατάλ. μων), πρβλ. βιο θρέμμων, ολβο θρέμμων] … Dictionary of Greek
πολυθρέμμων — ον, Α αυτός που τρέφει πολλούς («ἄλλους δ ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρεμμων (< θ. θρεπ τού ἔθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. βιο θρέμμων] … Dictionary of Greek