- μεθ-ορία
μεθ-ορία, ἡ, sc. γῆ, das Gränzland, die Gränze, S. Emp. adv. math. 7, 151. S. μεϑόριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεθ-ορία, ἡ, sc. γῆ, das Gränzland, die Gränze, S. Emp. adv. math. 7, 151. S. μεϑόριος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερόριος — α, ο / ὑπερόριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους 2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορία α) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
παρόριος — (I) ον, Α παρόρειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + όριος (< ὄρος)]. (II) ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στα όρια, στα σύνορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρόρια τα όρια, τα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + όριος (< ὅρος [Ι]), πρβλ. μεθ… … Dictionary of Greek
Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) … Wikipedia
φατριάζω — ΝΜΑ, και φρατριάζω ΜΑ [φατρία / φρατρία] νεοελλ. 1. ενεργώ ως φατριαστής, δρω για τα συμφέροντα τής φατρίας στην οποία ανήκω 2. δρω υπέρ τού κόμματος στο οποίο ανήκω υπερβαίνοντας τα όρια τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας μσν. αρχ. συνωμοτώ αρχ … Dictionary of Greek