- βιο-θρέπτειρα
βιο-θρέπτειρα, ἡ, Lebenserhalterin, ϑεῶν μήτηρ Orph. H. 26, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιο-θρέπτειρα, ἡ, Lebenserhalterin, ϑεῶν μήτηρ Orph. H. 26, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθρέπτειρα — ἡ, Μ αυτή που τρέφει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρέπτειρα (< θ. θρεπ τού έθρεψα, αόρ. τού τρέφω), πρβλ. βιο θρέπτειρα] … Dictionary of Greek