- βιαιότης
βιαιότης, ητος, ἡ, Gewaltthätigkeit, Antiph. 5, 8; Andoc. 4, 10 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιαιότης, ητος, ἡ, Gewaltthätigkeit, Antiph. 5, 8; Andoc. 4, 10 u. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βιαιότης — violence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιότητα — βιαιότης violence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιότητος — βιαιότης violence fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιότητα — η (AM βιαιότης) [βίαιος] η ιδιότητα του βίαιου νεοελλ. βίαιη πράξη ή ενέργεια … Dictionary of Greek