βιαιό-κλωψ

βιαιό-κλωψ

βιαιό-κλωψ, ωπος, mit Gewalt stehlend, Lycophr. 548.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οψίκλωψ — ὀψίκλωψ, κλωπος, ὁ (Α) αυτός που κλέβει κατά τη διάρκεια της νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + κλώψ (< κλέπτω), πρβλ. βιαιο κλώψ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”