- μενε-χάρμης
μενε-χάρμης, ὁ, = Folgdm; Αἰτωλοί Il. 9, 529; Sp., von einzelnen Helden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μενε-χάρμης, ὁ, = Folgdm; Αἰτωλοί Il. 9, 529; Sp., von einzelnen Helden.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
μενεχάρμης — μενεχάρμης, ὁ (Α) μενεφύλοπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε (βλ. μένω) + χάρμης (< χάρμη «μάχη»), πρβλ. ιππιο χάρμης] … Dictionary of Greek