- μεγά-δωρος
μεγά-δωρος, = μεγαλόδωρος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγά-δωρος, = μεγαλόδωρος (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγάδωρος — μεγάδωρος, ον (Α) μεγα λόδωρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. γενναιό δωρος] … Dictionary of Greek
μεγαλόδωρος — η, ο (ΑM μεγαλόδωρος, ον) 1. αυτός που δίνει μεγάλα και πλούσια δώρα, γενναιόδωρος 2. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλόδωρο(ν) η μεγαλοδωρία («τὸ φιλόδωρον καὶ μεγαλόδωρον», Πλούτ.). επίρρ... μεγαλοδώρως (Α) με γενναιοδωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) +… … Dictionary of Greek