μιγάζομαι

μιγάζομαι

μιγάζομαι, poet. = μίγνυμαι; ὅ σφ' ἐνόησε μιγαζομένους φιλότητι, Od. 8, 271; Orph. Arg. 341.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιγάζομαι — (Α) (επικ. τ.) μίγνυμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιγάς άδος ή από επίρρ. μίγα (πρβλ. πύκα: πυκάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μιγαζομένους — μιγάζομαι pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάζεσθαι — μιγάζομαι pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγάζονται — μιγάζομαι pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγῇ — μίγνυμι mix aor subj pass 3rd sg μῑγῇ , μίγνυμι mix aor subj pass 3rd sg μιγάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”