- μεγαλ-ώνυμος
μεγαλ-ώνυμος, großnamig, mit großem Namen, Ruhm, Νίκα, Soph. Ant. 148, wo der Schol. erkl. ἡ μεγάλην περιποιοῦσα δόξαν. – Ζεύς, Ar. Thesm. 318, vgl. Nubb. 586.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ-ώνυμος, großnamig, mit großem Namen, Ruhm, Νίκα, Soph. Ant. 148, wo der Schol. erkl. ἡ μεγάλην περιποιοῦσα δόξαν. – Ζεύς, Ar. Thesm. 318, vgl. Nubb. 586.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… … Dictionary of Greek
μικρώνυμος — μικρώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή ονομασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. χ. τού ὄνομα), πρβλ. μεγαλ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μεγαλώνυμος — η, ο (Α μεγαλώνυμος, ον) αυτός που έχει μεγάλο όνομα, μεγάλη φήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὄνυμα (αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. ομ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek