μεγαλ-ήνωρ

μεγαλ-ήνωρ

μεγαλ-ήνωρ, ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch μεγαλήτωρ; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • υψήνωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ μτφ. αυτός που εμψυχώνει τους άνδρες, που τούς ανυψώνει το ηθικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. μεγαλ ήνωρ] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλήνωρ — μεγαλήνωρ, ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος 2. υπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ ήνωρ. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”