- μεγαλ-ώδυνος
μεγαλ-ώδυνος, Erkl. von ἐριώδυνος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ-ώδυνος, Erkl. von ἐριώδυνος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμψόδυνος — καμψόδυνος, ον (Α) αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ τού κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος τής «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β συνθετικό … Dictionary of Greek