μεγαλο-κέφαλος

μεγαλο-κέφαλος

μεγαλο-κέφαλος, großköpfig, Arist. probl. 30, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθοκέφαλος — η, ο (Μ κολοκυνθοκέφαλος, ον) αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι νεοελλ. ανόητος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα + κεφάλι (πρβλ. βου κέφαλος, γαϊδουρο κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… …   Dictionary of Greek

  • δέντρος — ο 1. το δέντρο 2. μεγάλο δέντρο 3. η βαλανιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού τ. δέντρο (πρβλ. κεφαλή κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • κούκουδος — κούκουδος, ὁ (Μ) 1. μεγάλο εξόγκωμα 2. πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούδι + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κεφάλι: κέφαλος, κομμάτι: κόμματος)] …   Dictionary of Greek

  • κράσος — ο 1. κρασί και ιδίως το δυνατό 2. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. κομμάτι: κόμματος, κεφάλι: κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • κόμματος — ο 1. μεγάλο κομμάτι 2. ωραία και προκλητική γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού τ. κομμάτι, πρβλ. κεφάλι: κέφαλος, κλωνί: κλώνος] …   Dictionary of Greek

  • μουγιλίδες — (mugilidae). Οικογένεια περκόμορφων ψαριών, της υφομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, που περιλαμβάνει περίπου 17 γένη και 80 είδη. Ολόκληρο το σώμα τους, που έχει σχήμα ατράκτου, μπορεί να φτάσει σε μήκος το 1 μ. και καλύπτεται από μεγάλα στρογγυλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”