- μεγαλο-είμων
μεγαλο-είμων, ον, mit großem Kleide, Eust. 1430, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-είμων, ον, mit großem Kleide, Eust. 1430, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοείμων — μονοείμων, ον (Α) αυτός που έχει ή αυτός που φορά ένα μόνο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μεγαλο είμων] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek