- μεγαλο-γάστωρ
μεγαλο-γάστωρ, ορος, großbäuchig, Schol. Aesch. Spt. 1043.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-γάστωρ, ορος, großbäuchig, Schol. Aesch. Spt. 1043.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχνογάστωρ — ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α) (για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ γάστωρ, μεγαλο γάστωρ] … Dictionary of Greek
ολβιογάστωρ — ὀλβιογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) ο κοιλιόδουλος, αυτός που βρίσκει την ευτυχία στην κοιλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. μεγαλο γάστωρ] … Dictionary of Greek
ομογάστωρ — ὁμογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) ομογάστριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. μεγαλο γάστωρ] … Dictionary of Greek