- μεγαλο-κοίλιος
μεγαλο-κοίλιος, mit großer Höhlung, großem Bauche; Arist. p. an. 4, 4; Schol. Luc. Bacch. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-κοίλιος, mit großer Höhlung, großem Bauche; Arist. p. an. 4, 4; Schol. Luc. Bacch. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροκοίλιος — ον, Α αυτός που έχει υδαρείς κενώσεις, που έχει ευκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. θερμο κοίλιος, μεγαλο κοίλιος] … Dictionary of Greek
μικροκοίλιος — μικροκοίλιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μικρή κοιλιά 2. αυτός που έχει μικρή εσωτερική διώρυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)* + κοιλία (πρβλ. μεγαλο κοίλιος, νευρο κοίλιος)] … Dictionary of Greek