- μεγαλο-πραγμοσύνη
μεγαλο-πραγμοσύνη, ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλο-πραγμοσύνη, ἡ, Neigung, Geschick zu großen Thaten, Plut. Alc. 38, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλοπραγμοσύνη — καλοπραγμοσύνη, ἡ (Α) η δραστηριότητα για επίτευξη καλών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πραγμοσύνη (< πράγμων < πρᾶγμα), πρβλ. μεγαλο πραγμοσύνη, πολυ πραγμοσύνη] … Dictionary of Greek